- πειθαρχία
- πειθαρχίᾱ , πειθαρχίαobedience to commandfem nom/voc/acc dualπειθαρχίᾱ , πειθαρχίαobedience to commandfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πειθαρχία — η, ΝΑ [πείθαρχος] το να υπακούει κανείς στις αρχές, στους ανωτέρους και σε καθετί που επιβάλλεται από νόμο ή διαταγή («πειθαρχία γὰρ ἐστι εὐπραξίας μήτηρ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. α) «στρατιωτική πειθαρχία» η αυστηρή υπακοή κάθε κατώτερου σε βαθμό… … Dictionary of Greek
πειθαρχίᾳ — πειθαρχίαι , πειθαρχία obedience to command fem nom/voc pl πειθαρχίᾱͅ , πειθαρχία obedience to command fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειθαρχία — η 1. υποταγή στους άρχοντες, υπακοή σε διαταγές ανωτέρων: Η πειθαρχία στο στρατό είναι κανόνας απαράβατος. 2. τάξη, κοσμιότητα, ευρυθμία: Είναι απαραίτητη η πειθαρχία στα σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πειθαρχίας — πειθαρχίᾱς , πειθαρχία obedience to command fem acc pl πειθαρχίᾱς , πειθαρχία obedience to command fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειθαρχίαν — πειθαρχίᾱν , πειθαρχία obedience to command fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
αυτοπειθαρχία — η το να επιβάλλει κάποιος πειθαρχία στον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πειθαρχία. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. self discipline). Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek